- τριύφαντος
- τρῐ-ύφαντος [pron. full] [ῠ], ον,A with triple web, PGrenf.2.111.38 (v/vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριύφαντος — ον, ΜΑ αυτός που έχει υφανθεί με τριπλό υφαντικό χειρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὑφαντός (< ὑφαίνω), πρβλ. ἡμι ύφαντος] … Dictionary of Greek